- πορεμένος
- -η, -ο, Νβλ. πορεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
πορεύομαι — πορεύτηκα, πορεμένος 1. βαδίζω, μεταβαίνω, οδεύω, οδοιπορώ. 2. πορίζομαι, εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή: Πορευόμαστε μόνο με τη μικρή σύνταξη. – Και τα ορφανά πορεύονται κι η χήρα κυβερνιέται (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)